- λεπτόγεω
- λεπτόγεω̆ , λεπτόγειοςof a thinmasc/fem/neut nom/voc/acc dualλεπτόγεω̆ , λεπτόγειοςof a thinmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτόγεῳ — λεπτόγεῳ̆ , λεπτόγειος of a thin masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτόγεων — λεπτόγεω̆ν , λεπτόγειος of a thin masc/fem/neut gen pl λεπτόγεω̆ν , λεπτόγειος of a thin masc/fem acc sg λεπτόγεω̆ν , λεπτόγειος of a thin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτόγεως — λεπτόγεω̆ς , λεπτόγειος of a thin adverbial λεπτόγεω̆ς , λεπτόγειος of a thin masc/fem nom pl λεπτόγεω̆ς , λεπτόγειος of a thin masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԹԵԹԵՒԱՀՈՂ — ( ) NBH 1 0804 Chronological Sequence: 6c ա. λεπτόγεω, λεπτόγαιος cujus solum tenue est Ուր խորութիւն հողոյն է սակաւ. *Զթեթեւահողն եւ զերէզն եւ զանպտղաբեր երկիրն ոռոգանիցէ. Փիլ. այլաբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)